- οικειοποίηση
- η [οικειοποιούμαι]ιδιοποίηση, σφετερισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οικειοποίηση — η το να κάνω κάτι ξένο δικό μου, ο σφετερισμός, η ιδιοποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
αλλοτριοφαγία — η (Μ ἀλλοτριοφαγία) το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο νεοελλ. οικειοποίηση, σφετερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοτριοφάγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός] … Dictionary of Greek
ιδίωσις — ἰδίωσις, ἡ (ΑΜ) [ιδιούμαι] οικειοποίηση αρχ. απομόνωση … Dictionary of Greek
κανιβαλισμός — Η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος για τελετουργικούς λόγους. Ο όρος κανίβαλος προέρχεται (μέσω του ισπανικού canibal) από το cannibe (= γενναίος), εθνικό όνομα μιας ομάδας Καρίβων (ιθαγενών των βορειοανατολικών περιοχών της Νότιας Αμερικής) στους… … Dictionary of Greek
κομματικοποίηση — η [κομματικοποιώ] 1. η εκ μέρους ενός κόμματος οικειοποίηση τής πατρότητας ή αποκλειστικότητας τής διοργάνωσης και διεξαγωγής μιας γενικότερης κοινωνικής, πολιτικής ή άλλης δραστηριότητας («η κομματικοποίηση τών εκδηλώσεων για το Πολυτεχνείο… … Dictionary of Greek
ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… … Dictionary of Greek
μεταχείριση — η (ΑΜ μεταχείρισις, Α και μεταχείρησις) [μεταχειρίζομαι] χρησιμοποίηση, χρήση νεοελλ. τρόπος συμπεριφοράς προς κάποιον μσν. 1. χειρισμός, τρόπος ενέργειας 2. σφετερισμός, οικειοποίηση 3. εγχείρημα, επιχείρηση 4. (για τον Κυριακό δείπνο) συμμετοχή … Dictionary of Greek
οικείωση — η (Α οἰκείωσις) [οικειώ] 1. οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σφετερισμός («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῡντο», Θουκ.) 2. εξοικείωση με κάποιον ή με κάτι αρχ. 1. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία 2. έλξη, κλίση,… … Dictionary of Greek
παρεγχείρησις — ήσεως, ἡ, Α [παρεγχειρώ] 1. οικειοποίηση, σφετερισμός δικαιωμάτων κάποιου άλλου 2. εσφαλμένος συλλογισμός 3. επέμβαση, παρέμβαση, μεσιτεία … Dictionary of Greek